Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
κράτων
View word page
κρατερός

-ή, -όν

[κράτος. Cf. καρτερός.]

Instrumental fem. κρατερῆφι Il. 21.501: Od. 9.476, Od. 12.210.

ShortDef

strong, stout, mighty

Debugging

Headword:
κρατερός
Headword (normalized):
κρατερός
Headword (normalized/stripped):
κρατερος
IDX:
5750
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5751
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[κράτος. Cf. καρτερός.]</p> <p>Instrumental fem. κρατερῆφι Il. 21.501: Od. 9.476, Od. 12.210.</p>'}