Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
κρατός
κρατύς
View word page
κραταίπεδος
[κραταιός + πέδον, the ground.]
Solid, firm : οὖδας Od. 23.46.
ShortDef
with hard ground
Debugging
Headword:
κραταίπεδος
Headword (normalized):
κραταίπεδος
Headword (normalized/stripped):
κραταιπεδος
IDX:
5749
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5750
Key:
Data
{'content': '<p>[κραταιός + πέδον, the ground.]</p> <p>Solid, firm : οὖδας Od. 23.46.</p>'}