Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
ἀμοιβάς
ἀμοιβή
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβοί
View word page
ἀμμείξας
ἀμμίξας
contr. aor. pple. ἀναμίσγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμμείξας
Headword (normalized):
ἀμμείξας
Headword (normalized/stripped):
αμμειξας
IDX:
574
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.575
Key:
Data
{'content': '<p>ἀμμίξας</p> <p>contr. aor. pple. ἀναμίσγω.</p>'}