Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κράτεσφι
κρατευταί
κρατέω
κράτος
View word page
κραταιΐς
ἡ
[κραταιός. Cf. ἥμερος, ἡμερίς.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κραταιΐς
Headword (normalized):
κραταιΐς
Headword (normalized/stripped):
κραταιις
IDX:
5747
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5748
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[κραταιός. Cf. ἥμερος, ἡμερίς.]</p>'}