Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
κρατερόφρων
κρατερῶνυξ
View word page
κράνεια
-ης, ἡ.
ShortDef
the cornel-tree, dog-wood
Debugging
Headword:
κράνεια
Headword (normalized):
κράνεια
Headword (normalized/stripped):
κρανεια
IDX:
5742
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5743
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}