Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
κρατερός
View word page
κραναός

-ή, -όν.

ShortDef

Cranaos, mythical king of Athens; (adj.) Athenians
rocky, rugged

Debugging

Headword:
κραναός
Headword (normalized):
κραναός
Headword (normalized/stripped):
κραναος
IDX:
5740
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5741
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}