Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
κρανίον
κρασί
κρᾶτα
κραταιγύαλος
κραταιΐς
κραταιός
κραταίπεδος
View word page
κραιπνῶς

[adv. fr. κραιπνός.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κραιπνῶς
Headword (normalized):
κραιπνῶς
Headword (normalized/stripped):
κραιπνως
IDX:
5739
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5740
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. κραιπνός.]</p>'}