Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
κράνεια
View word page
κράατα
acc. pl. κάρη.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κράατα
Headword (normalized):
κράατα
Headword (normalized/stripped):
κραατα
IDX:
5732
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5733
Key:
Data
{'content': '<p>acc. pl. κάρη.</p>'}