Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
κραναός
κρανέεσθαι
View word page
κόψε
3 sing. aor. κόπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κόψε
Headword (normalized):
κόψε
Headword (normalized/stripped):
κοψε
IDX:
5731
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5732
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κόπτω.</p>'}