Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
κραιπνῶς
View word page
κουροτρόφος

-ον

[κοῦρος + τροφ-, τρέφω.]

ShortDef

rearing boys

Debugging

Headword:
κουροτρόφος
Headword (normalized):
κουροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
κουροτροφος
IDX:
5729
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5730
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[κοῦρος + τροφ-, τρέφω.]</p>'}