Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
κράατος
κραδαίνω
κραδάω
καρδία
κραίνω
κραιπνός
View word page
κουρότερος

[comp. fr. κοῦρος.]

ShortDef

younger, more youthful

Debugging

Headword:
κουρότερος
Headword (normalized):
κουρότερος
Headword (normalized/stripped):
κουροτερος
IDX:
5728
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5729
Key:

Data

{'content': '<p>[comp. fr. κοῦρος.]</p>'}