Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
κράατα
View word page
κόρη

-ης, ἡ

[fem. of κοῦρος.]

ShortDef

a maiden, maid; pupil of the eye
Persephone, daughter of Demeter (LSJ κόρη)

Debugging

Headword:
κόρη
Headword (normalized):
κόρη
Headword (normalized/stripped):
κορη
IDX:
5722
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5723
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[fem. of κοῦρος.]</p>'}