Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
κόψε
View word page
κολεόν

-οῦ, τό. Also κολεόν.

ShortDef

a sheath, scabbard

Debugging

Headword:
κολεόν
Headword (normalized):
κολεόν
Headword (normalized/stripped):
κολεον
IDX:
5721
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5722
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, τό. Also κολεόν.</p>'}