Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
κουροτρόφος
κοῦφος
View word page
κοτυλήρυτος

[app. κοτύλη + ῥυ-, ῥέω.]

Thus, (caught in cups and) poured out from them on the ground : ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα Il. 23.34.

ShortDef

that can be drawn in cups

Debugging

Headword:
κοτυλήρυτος
Headword (normalized):
κοτυλήρυτος
Headword (normalized/stripped):
κοτυληρυτος
IDX:
5720
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5721
Key:

Data

{'content': '<p>[app. κοτύλη + ῥυ-, ῥέω.]</p> <p>Thus, (caught in cups and) poured out from them on the ground : ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα Il. 23.34.</p>'}