Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
κουρότερος
View word page
κοτύλη

-ης, ἡ.

ShortDef

a cup

Debugging

Headword:
κοτύλη
Headword (normalized):
κοτύλη
Headword (normalized/stripped):
κοτυλη
IDX:
5718
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5719
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}