Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
κουρίδιος
κουρίζω
κουρίξ
κοῦρος
View word page
κότος

-ου, ὁ.

ShortDef

a grudge, rancour, wrath

Debugging

Headword:
κότος
Headword (normalized):
κότος
Headword (normalized/stripped):
κοτος
IDX:
5717
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5718
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}