Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
κόρη
κούρητες
View word page
κοσμήτωρ

-ορος, ὁ

[κοσμέω.]

ShortDef

one who marshals an army, a commander

Debugging

Headword:
κοσμήτωρ
Headword (normalized):
κοσμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κοσμητωρ
IDX:
5713
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5714
Key:

Data

{'content': '<p>-ορος, ὁ</p> <p>[κοσμέω.]</p>'}