Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
κοτυληδών
κοτυλήρυτος
κολεόν
View word page
κοσμέω
[κόσμος.]
(ἀπο-, κατα-)
ShortDef
to order, arrange
Debugging
Headword:
κοσμέω
Headword (normalized):
κοσμέω
Headword (normalized/stripped):
κοσμεω
IDX:
5711
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5712
Key:
Data
{'content': '<p>[κόσμος.]</p> <p>(ἀπο-, κατα-)</p>'}