Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
ἁμόθεν
View word page
ἀμηχανίη

[ἀμήχανος.]

Helplessness Od. 9.295.

ShortDef

helplessness, despair

Debugging

Headword:
ἀμηχανίη
Headword (normalized):
ἀμηχανίη
Headword (normalized/stripped):
αμηχανιη
IDX:
570
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.571
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀμήχανος.]</p> <p>Helplessness Od. 9.295.</p>'}