Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
κοτύλη
View word page
κορυφόω

[κορυφή.]

ShortDef

to bring to a head

Debugging

Headword:
κορυφόω
Headword (normalized):
κορυφόω
Headword (normalized/stripped):
κορυφοω
IDX:
5708
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5709
Key:

Data

{'content': '<p>[κορυφή.]</p>'}