Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
κότος
View word page
κορυφή
-ῆς, ἡ
[cf. κόρυς.]
ShortDef
the head, top, highest point
Debugging
Headword:
κορυφή
Headword (normalized):
κορυφή
Headword (normalized/stripped):
κορυφη
IDX:
5707
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5708
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[cf. κόρυς.]</p>'}