Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
κόσμος
κοτέω
κοτήεις
View word page
κορυστής

[κορύσσω.]

ShortDef

a helmed man, an armed warrior

Debugging

Headword:
κορυστής
Headword (normalized):
κορυστής
Headword (normalized/stripped):
κορυστης
IDX:
5706
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5707
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[κορύσσω.]</p>'}