Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
κοσμήτωρ
View word page
κορυνήτης

[κορύνη.]

ShortDef

a club-bearer, mace-bearer

Debugging

Headword:
κορυνήτης
Headword (normalized):
κορυνήτης
Headword (normalized/stripped):
κορυνητης
IDX:
5703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5704
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[κορύνη.]</p>'}