Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
κορωνίς
κοσμέω
κοσμητός
View word page
κορύνη

-ης, ἡ.

ShortDef

a club, mace

Debugging

Headword:
κορύνη
Headword (normalized):
κορύνη
Headword (normalized/stripped):
κορυνη
IDX:
5702
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5703
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}