Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
κορώνη
View word page
κορυθάϊξ
-ϊκος
[κορυθ-, κόρυς + ἀϊκ-, ἀΐσσω.]
= κορυθαίολος. Epithet of Enyalius Il. 22.132.
ShortDef
helmet-shaking
Debugging
Headword:
κορυθάϊξ
Headword (normalized):
κορυθάϊξ
Headword (normalized/stripped):
κορυθαιξ
IDX:
5699
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5700
Key:
Data
{'content': '<p>-ϊκος</p> <p>[κορυθ-, κόρυς + ἀϊκ-, ἀΐσσω.]</p> <p>= κορυθαίολος. Epithet of Enyalius Il. 22.132.</p>'}