Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
ἀμογητί
View word page
ἄμητος

[as ἀμητήρ.]

A harvest Il. 19.223.

ShortDef

a reaping, harvesting

Debugging

Headword:
ἄμητος
Headword (normalized):
ἄμητος
Headword (normalized/stripped):
αμητος
IDX:
569
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.570
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[as ἀμητήρ.]</p> <p>A harvest Il. 19.223.</p>'}