Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
κορυφή
κορυφόω
View word page
κόρση

-ης, ἡ.

ShortDef

one of the temples, the side of the forehead

Debugging

Headword:
κόρση
Headword (normalized):
κόρση
Headword (normalized/stripped):
κορση
IDX:
5698
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5699
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}