Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
κορυστής
View word page
κορμός
-οῦ, ὁ
[κορ-, κείρω.]
The (bare) trunk of a tree : κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών Od. 23.196.
ShortDef
the trunk
Debugging
Headword:
κορμός
Headword (normalized):
κορμός
Headword (normalized/stripped):
κορμος
IDX:
5696
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5697
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κορ-, κείρω.]</p> <p>The (bare) trunk of a tree : κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών Od. 23.196.</p>'}