Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
κορύσσω
View word page
κορθύω

[κορθ-, κορυθ-, κόρυς.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κορθύω
Headword (normalized):
κορθύω
Headword (normalized/stripped):
κορθυω
IDX:
5695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5696
Key:

Data

{'content': '<p>[κορθ-, κορυθ-, κόρυς.]</p>'}