Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
κορύνη
κορυνήτης
κόρυς
View word page
κορέω
To cleanse by sweeping, sweep, sweep out : δῶμα κορήσατε Od. 20.149.
ShortDef
to sweep, sweep out
[satiate > κορέννυμι]
Debugging
Headword:
κορέω
Headword (normalized):
κορέω
Headword (normalized/stripped):
κορεω
IDX:
5694
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5695
Key:
Data
{'content': '<p>To cleanse by sweeping, sweep, sweep out : δῶμα κορήσατε Od. 20.149.</p>'}