Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
κόρυμβον
View word page
κόπρος

ἡ,

ShortDef

dung, ordure, manure

Debugging

Headword:
κόπρος
Headword (normalized):
κόπρος
Headword (normalized/stripped):
κοπρος
IDX:
5691
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5692
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ,</p>'}