Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
κορυθαίολος
View word page
κοπρέω

[κόπρος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοπρέω
Headword (normalized):
κοπρέω
Headword (normalized/stripped):
κοπρεω
IDX:
5690
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5691
Key:

Data

{'content': '<p>[κόπρος.]</p>'}