Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
κόρση
κορυθάϊξ
View word page
κοντός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a pole, punting-pole, boat-hook
short

Debugging

Headword:
κοντός
Headword (normalized):
κοντός
Headword (normalized/stripped):
κοντος
IDX:
5689
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5690
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}