Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἀμνίον
View word page
ἀμητήρ

-ῆρος, ὁ

[ἀμάω1.]

A reaper Il. 11.67.

ShortDef

a reaper

Debugging

Headword:
ἀμητήρ
Headword (normalized):
ἀμητήρ
Headword (normalized/stripped):
αμητηρ
IDX:
568
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.569
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἀμάω1.]</p> <p>A reaper Il. 11.67.</p>'}