Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
κορμός
κόρος
View word page
κονίσαλος

-ου, ὁ

[κόνις.]

ShortDef

a cloud of dust

Debugging

Headword:
κονίσαλος
Headword (normalized):
κονίσαλος
Headword (normalized/stripped):
κονισαλος
IDX:
5687
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5688
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[κόνις.]</p>'}