Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
κορέω
κορθύω
View word page
κονίη
-ης, ἡ [ῖ]
[κόνις.]
ShortDef
dust, sand, ashes
Debugging
Headword:
κονίη
Headword (normalized):
κονίη
Headword (normalized/stripped):
κονιη
IDX:
5685
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5686
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ [ῖ]</p> <p>[κόνις.]</p>'}