Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
κορέννυμι
View word page
κοναβίζω

[κόναβος.]

=κοναβέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοναβίζω
Headword (normalized):
κοναβίζω
Headword (normalized/stripped):
κοναβιζω
IDX:
5683
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5684
Key:

Data

{'content': '<p>[κόναβος.]</p> <p>=κοναβέω.</p>'}