Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
κόπτω
View word page
κοναβέω

[κόναβος.]

To emit a sharp sound.

ShortDef

to resound, clash, ring, reecho

Debugging

Headword:
κοναβέω
Headword (normalized):
κοναβέω
Headword (normalized/stripped):
κοναβεω
IDX:
5682
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5683
Key:

Data

{'content': '<p>[κόναβος.]</p> <p>To emit a sharp sound.</p>'}