Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
κονίσαλος
κονίω
κοντός
κοπρέω
κόπρος
View word page
κόμπος
ὁ.
ShortDef
a noise, din, clash
Debugging
Headword:
κόμπος
Headword (normalized):
κόμπος
Headword (normalized/stripped):
κομπος
IDX:
5681
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5682
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}