Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
κονίη
κόνις
View word page
κόμη

-ης, ἡ.

ShortDef

the hair, hair of the head

Debugging

Headword:
κόμη
Headword (normalized):
κόμη
Headword (normalized/stripped):
κομη
IDX:
5676
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5677
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}