Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
κόμπος
κοναβέω
κοναβίζω
κόναβος
View word page
κομάω
[κόμη.]
Only in pres. pple. in acc. dual and nom. and acc. pl. κομόωντε, -ωντες, -ωντας.
ShortDef
to let the hair grow long; give oneself airs
Debugging
Headword:
κομάω
Headword (normalized):
κομάω
Headword (normalized/stripped):
κομαω
IDX:
5674
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5675
Key:
Data
{'content': '<p>[κόμη.]</p> <p>Only in pres. pple. in acc. dual and nom. and acc. pl. κομόωντε, -ωντες, -ωντας.</p>'}