Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
κομόωντες
κομπέω
View word page
κόλπος

-ου, ὁ.

ShortDef

bosom; gulf

Debugging

Headword:
κόλπος
Headword (normalized):
κόλπος
Headword (normalized/stripped):
κολπος
IDX:
5670
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5671
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}