Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἀμμείξας
ἄμμες
ἀμμορίη
View word page
ἀμέτρητος

[ἀ-1 + μετρέω.]

ShortDef

unmeasured, immeasurable, immense

Debugging

Headword:
ἀμέτρητος
Headword (normalized):
ἀμέτρητος
Headword (normalized/stripped):
αμετρητος
IDX:
566
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.567
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + μετρέω.]</p>'}