Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
κόμη
κομιδή
κομίζω
View word page
κολοσυρτός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a noisy rabble

Debugging

Headword:
κολοσυρτός
Headword (normalized):
κολοσυρτός
Headword (normalized/stripped):
κολοσυρτος
IDX:
5668
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5669
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}