Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
κολῳός
κομάω
κομέω
View word page
κόλλοψ
-οπος, ὁ.
ShortDef
the peg
Debugging
Headword:
κόλλοψ
Headword (normalized):
κόλλοψ
Headword (normalized/stripped):
κολλοψ
IDX:
5665
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5666
Key:
Data
{'content': '<p>-οπος, ὁ.</p>'}