Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
κολώνη
View word page
κοῖτος

-ου, ὁ

[cf. κεῖμαι, κοιμάω.]

ShortDef

a place to lie on, bed

Debugging

Headword:
κοῖτος
Headword (normalized):
κοῖτος
Headword (normalized/stripped):
κοιτος
IDX:
5662
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5663
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[cf. κεῖμαι, κοιμάω.]</p>'}