Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
κολοσυρτός
κολούω
κόλπος
κολώνη
View word page
κοίτη
-ης, ἡ
[=κοῖτος.]
A resting-place, a bed or couch : ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ ἄεσα Od. 19.341.
ShortDef
the marriage-bed
Debugging
Headword:
κοίτη
Headword (normalized):
κοίτη
Headword (normalized/stripped):
κοιτη
IDX:
5661
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5662
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[=κοῖτος.]</p> <p>A resting-place, a bed or couch : ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ ἄεσα Od. 19.341.</p>'}