Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
κόλος
View word page
κοῖλος
-η, -ον (κόϝιλος. Cf. L. cavus and κῆτος).
ShortDef
hollow, hollowed
Debugging
Headword:
κοῖλος
Headword (normalized):
κοῖλος
Headword (normalized/stripped):
κοιλος
IDX:
5657
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5658
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον (κόϝιλος. Cf. L. cavus and κῆτος).</p>'}