Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
κολοιός
View word page
κνώσσω
To sleep, slumber Od. 4.809.
ShortDef
to slumber, sleep
Debugging
Headword:
κνώσσω
Headword (normalized):
κνώσσω
Headword (normalized/stripped):
κνωσσω
IDX:
5656
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5657
Key:
Data
{'content': '<p>To sleep, slumber Od. 4.809.</p>'}