Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
κολλητός
κόλλοψ
View word page
κνώδαλον

τό.

ShortDef

any dangerous animal

Debugging

Headword:
κνώδαλον
Headword (normalized):
κνώδαλον
Headword (normalized/stripped):
κνωδαλον
IDX:
5655
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5656
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}